Γεννήθηκε μια ιδέα,
μια πρόστυχη και άυπνη βραδιά.
Κυματισμοί στο χάος,
απο κάτι ερωτευμένες ψυχές.
Μουγκρίζει η θάλασσα της αναμονής.
Και ‘μεις τα πόμολα γυρνάμε άσκοπα.
Κλειδωμένες πόρτες/ψυχές/συνειδήσεις.
Μα μια ιδέα γεννήθηκε.
Διέξοδο να βρεί γυρεύει.
Απο το στήθος του μυαλού απογαλακτίστηκε.
Σύρθηκε.
Βόγκηξε.
Μα κανείς δεν άκουσε/νοιάστηκε/πίστεψε.
Ώσπου η ιδέα πέθανε το χάραμα.
Σαν ξύπνησε το χάος.
Και ηρέμησε η αταξία.
Και βουτήξαμε ξανά στην ψευτιά.
Την καθημερινή.
Ξεκλείδωσαν οι πόρτες.
Οι ψυχές.
Οι συνειδήσεις.
Ξεχύθηκαν.
Και η ζωή συνεχίζεται.